Η Θέση της Ελληνικής Παραγωγής (Μεταποίηση) στις Διεθνείς Αγορές

Το Ίδρυμα Γεωργίου και Bικτωρίας Kαρέλια στα πλαίσια των δραστηριοτήτων του ανέθεσε στο Ι.Ο.Β.Ε. την εκπόνηση της μελέτης με τίτλο «Η Θέση της Ελληνικής Παραγωγής (Μεταποίηση) στις Διεθνείς Αγορές», η οποία και εκδόθηκε το 2007.
Τα αποτελέσματα της μελέτης μπορούν να αξιοποιηθούν από την Πολιτική ηγεσία, την Ακαδημαϊκή κοινότητα και τον επιχειρηματικό κόσμο για την κατανόησή του υπό ανάλυση προβλήματος και τον σχεδιασμό κατάλληλης πολιτικής.

Απώτερος σκοπός είναι η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας μας στον Διεθνή χώρο.

 

Έκδοση: Επίκαιρα Θέματα ΙΟΒΕ
ISBN: 978-960-7536-36-5
Χορηγός: Ίδρυμα Γεωργίου και Βικτωρίας Καρέλια

 

Περίληψη¹
Η Θέση της Ελληνικής Παραγωγής (Μεταποίηση) στις Διεθνείς Αγορές

 

Θ. Β. Παλάσκας¹, Χ. Ε. Στοφόρος² και Δ. Η. Χαλαμανδάρης³

1: Καθηγητής, Τμήμα Οικονομκής και Περιφερειακής Ανάπτυξης Πάντειο Πανεπιστήμιο και Διευθυντής Έρευνας ΙΟΒΕ
2: Λέκτορας, Τμήμα Οικονομικής και Περιφερειακής Ανάπτυξης Πάντειο Πανεπιστήμιο και Σύμβουλος Έρευνας ΙΟΒΕ
3: Ερευνητής ΙΟΒΕ

 

Στη διάρκεια των τριών τελευταίων δεκαετιών η ανταγωνιστικότητα των κρατών έχει προσελκύσει το ενδιαφέρον των κυβερνήσεων, των επιχειρηματιών και των πανεπιστημιακών.
Η κάθε κυβέρνηση χρησιμοποιεί συγκεκριμένους δείκτες ανταγωνιστικότητας για να συγκρίνει τις δικές της πολιτικές μ’ αυτές άλλων χωρών και να αποτιμήσει την επίδοσή των διαχρονικά. Η επιχειρηματική κοινότητα χρησιμοποιεί αυτούς τους δείκτες ως ένα ουσιαστικό εργαλείο για να προσδιορίσει τα επενδυτικά της σχέδια και να εξετάσει τις γεωγραφικές περιοχές για ανάληψη νέων δραστηριοτήτων. Ο ακαδημαϊκός κόσμος χρησιμοποιεί επίσης τον ευρύ πλούτο των δεδομένων για να κατανοήσει και να αναλύσει πως τα κράτη – και όχι μόνο οι επιχειρήσεις – ανταγωνίζονται στις διεθνείς αγορές.

Σ’ αυτό το πλαίσιο, ένας αριθμός αξιόπιστων οργανισμών – ινστιτούτων έχει επιχειρήσει να αναπτύξει ομάδες δεικτών ανταγωνιστικότητας για μεγάλο αριθμό χωρών και περιφερειακών οικονομιών σε βάθος χρόνου για να σκιαγραφήσει την εξέλιξη της επίδοσης μιας χώρας σχετικά με την ανταγωνιστικότητα άλλων. Για την εκτίμηση αυτών των δεικτών επιλέγεται συνήθως ένα ευρύ φάσμα κριτηρίων.

Οι παράγoντες που προσδιορίζουν την ανταγωνιστικότητα μιας χώρας ομαδοποιούνται συνήθως σε τέσσερις κατηγορίες: (Ι) Οικονομική Επίδοση, (ΙΙ) Αποτελεσματικότητα της κυβέρνησης, (ΙΙΙ) Αποτελεσματικότητα των επιχειρήσεων και (IV) Υποδομές. Μεταξύ των πέντε παραγόντων της ομάδας (Ι), δεύτερος ιεραρχείται, μετά την ‘Εγχώρια Οικονομία’, το ‘Διεθνές Εμπόριο’. Οπωσδήποτε, η επίδοση του ‘Διεθνούς Εμπορίου’ μιας οικονομίας σχετικά μ’ αυτή άλλων χωρών επηρεάζεται, θα μπορούσε να υποστηριχθεί, περισσότερο ή λιγότερο απ’ όλους τους παράγοντες ανταγωνιστικότητας. Μεταξύ αυτών, στοιχεία της επιχειρηματικής αποτελεσματικότητας, όπως παραγωγικότητα και αγορά εργασίας, των υποδομών, όπως τεχνολογικές υποδομές, επιστημονικές υποδομές και εκπαίδευση, συνιστούν παράγοντες με μεγάλη βαρύτητα στον προσδιορισμό της ανταγωνιστικότητας της παραγωγής μιας οικονομίας διεθνώς.

Η ανταγωνιστική ικανότητα της εγχώριας παραγωγής στις διεθνείς αγορές αντανακλάται στην εξέλιξη της διάρθρωσης των εμπορικών ροών τόσο γεωγραφικά, όσο και σε όρους έντασης συντελεστών παραγωγής.

Ο κύριος στόχος της παρούσας έκδοσης είναι η αξιολόγηση της ανταγωνιστικότητας της εγχώριας παραγωγής στις διεθνείς αγορές. Για το λόγο αυτό, επιχειρείται αρχικά η ανάλυση της διάρθρωσης των εμπορικών ροών της Ελλάδας κατά γεωγραφική περιοχή και κατά κατηγορία εξειδίκευσης προϊόντων τις πέντε τελευταίες δεκαετίες με απώτερο σκοπό τον εντοπισμό και ποσοτικοποίηση των κυριότερων παραγόντων που την προσδιορίζουν. Έτσι θα διαπιστωθεί αν, και σε ποιό βαθμό, έχει αναδιαρθρωθεί ο γεωγραφικός προορισμός των ελληνικών ροών του εξωτερικού εμπορίου τόσο σε όρους αγορών, με ιδιαίτερη έμφαση στις αγορές των αναπτυγμένων και αναπτυσσόμενων οικονομιών, όσο και σε όρους κατηγοριών προϊόντων.

Η ανάλυση στη συνέχεια επικεντρώνεται στην κατανόηση των εγχώριων παραγόντων, ενδο-επιχειρησιακών και εξω-επιχειρησιακών, που προσδιορίζουν την εξέλιξη του προφίλ παραγωγής των επιχειρήσεων κατά κλάδο και κατ’ επέκταση τη διάρθρωση του εξωτερικού εμπορίου. Σε αυτό το πλαίσιο, επιχειρείται η ταξινόμηση των κλάδων της ελληνικής παραγωγής με την υιοθέτηση της θεωρίας της ‘έντασης των συντελεστών παραγωγής’, εργασία, κεφάλαιο, ανθρώπινο κεφάλαιο και τεχνολογία, σε συστάδες, προκειμένου να εξαχθούν συμπεράσματα για τα σχετικά αποθέματα συντελεστών και να προσδιοριστεί το συγκριτικό πλεονέκτημα της εγχώριας παραγωγής συνολικά και σε επίπεδο κλάδου.

 

Τα αποτελέσματα της μελέτης δείχνουν ότι:

  • Η εγχώρια παραγωγή υστερεί των διεθνών ανταγωνιστών της και αδυνατεί να καλύψει ικανοποιητικά την εγχώρια καταναλωτική ζήτηση, ενώ οι εγχώριες εξαγωγές έχουν απολέσει σημαντικό μερίδιο στις αναπτυγμένες αγορές, κυρίως της ΕΕ και αρχίζουν να ενισχύουν σταδιακά τη διείσδυσή τους σε αγορές λιγότερο αναπτυγμένες (χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης). Όμως, ακόμη και στην περίπτωση των λιγότερο ανεπτυγμένων αγορών, η διεύρυνση, ή ακόμα και η διατήρηση της διείσδυσης των ελληνικών προϊόντων προϋποθέτει τη βελτίωση του τεχνολογικού περιεχομένου των. Διαφορετικά, καθώς το βιοτικό επίπεδο αυτών των χωρών θα βελτιώνεται και το καταναλωτικό τους πρότυπο θα αρχίσει να συγκλίνει με εκείνο των ανεπτυγμένων οικονομιών, είναι ορατός ο κίνδυνος υποχώρησης των μεριδίων των ελληνικών εξαγωγών και σ’ αυτές.

 

  • Η ταξινόμηση των κλάδων της μεταποίησης δείχνει ότι η εγχώρια παραγωγή χαρακτηρίζεται από δυϊσμό σε όρους έντασης χρήσης των συντελεστών παραγωγής. Από τη μια πλευρά λειτουργεί ένα μεγάλο ποσοστό, περίπου 42% επιχειρήσεων ‘έντασης εργασίας’ και ‘έντασης εργασίας – κεφαλαίου’, οι οποίες απασχολούν προσωπικό χαμηλού εκπαιδευτικού επιπέδου με χαμηλές αμοιβές. Αξιοσημείωτο ότι, το ποσοστό των εν λόγω επιχειρήσεων ξεπερνούσε μέχρι το 1998 το 50% του συνόλου των εγχώριων επιχειρήσεων. Από την άλλη πλευρά, καταγράφεται ένα σχεδόν ισοδύναμο ποσοστό επιχειρήσεων κυρίως ‘έντασης ανθρώπινου κεφαλαίου – καφαλαίου’ και δευτερευόντως ‘έντασης τεχνολογίας’, που προσδιορίζεται από απασχολούμενους υψηλού εκπαιδευτικού επιπέδου, από υψηλό μέσο μισθό, υψηλό μερίδιο απασχολουμένων σε Έρευνα και Ανάπτυξη και υψηλό λόγο Αμοιβών προς Προστιθέμενη αξία.

 

  • Εν κατακλείδι, θα μπορούσαμε να πούμε, συνδυάζοντας την εξέλιξη του προφίλ των κλάδων μεταποίησης της ελληνικής παραγωγής με την εξέλιξη των εγχώριων εμπορικών ροών κατά κατηγορία προϊόντων, ότι η εγχώρια παραγωγή δεν κατάφερε να ξεφύγει ιδιαίτερα από τα παραδοσιακά πρότυπα, με συνέπεια τη διατήρηση του τεχνολογικού της περιεχόμενου σε χαμηλά επίπεδα και την υποχώρηση της ανταγωνιστικής ικανότητας στη διεθνή αγορά ιδιαίτερα στις αγορές των ανεπτυγμένων οικονομιών. Οι κλάδοι, όμως, που υιοθέτησαν στρατηγικές τεχνολογικής ‘αναβάθμισης σε όρους συντελεστών παραγωγής, κατάφεραν να διατηρήσουν, ή και ακόμη να διευρύνουν τα μερίδιά τους στις διεθνείς αγορές, ιδιαίτερα στις ανεπτυγμένες.

 

Η υλοποίηση του κεντρικού στόχου και των επιμέρους επιδιώξεων του παρόντος τόμου, εξαντλείται σε έξι κεφάλαια: στο Κεφάλαιο 2 καταγράφεται και αναλύεται η εξέλιξη των διεθνών και εγχώριων εμπορικών ροών την περίοδο 1961 – 2004, προκειμένου να προσδιοριστεί η θέση της εγχώριας παραγωγής στην παγκόσμια αγορά. Το Κεφάλαιο 3 επικεντρώνεται στην εξέλιξη της διάρθρωσης των ελληνικών εμπορικών ροών, τόσο ανά γεωγραφική ζώνη, όσο και κατά κύρια κατηγορία προϊόντων. Οι μεθοδολογικές προσεγγίσεις γαι την ταξινόμηση των παραγωγικών κλάδων παρουσιάζονται στο Κεφάλαιο 4, ενώ η καλδική δομή της εγχώριας παραγωγής και η ταξινόμηση των επιμέρους κλάδων, με κριτήριο την ένταση των συντελεστών παραγωγής, αναπτύσσεται και αναλύεται στο 5ο κεφάλαιο. Τέλος, η ανακεφαλαίωση και τα συμπεράσματα του τόμου κωδικοποιούνται στο Κεφάλαιο 6.

 

¹ Το Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) εκδίδει τον παρόντα τόμο στο πλαίσιο ενός γενικότερου προγράμματος ανάλυσης της ανταγωνιστικής ικανότητας των ελληνικής παραγωγής.